συμπίλημα

συμπίλημα
το, ΝΜ [συμπιλῶ]
καθετί που έχει σχηματιστεί με συμπίληση, μίγμα που έχει αποτελεστεί από συμπίεση διαφόρων πραγμάτων
νεοελλ.
μτφ. κείμενο που έχει προέλθει από συμπίληση, σύμφυρμα, συνονθύλευμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συμπίλημα — το σύνολο άσχετων πραγμάτων: Διατυπώθηκε η άποψη ότι τα ομηρικά έπη αποτελούν συμπίλημα παλαιότερων επών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός …   Dictionary of Greek

  • μωσαϊκό — I Βλ. λ. ψηφιδωτό. Ο ιός του μωσαϊκού του καπνού, φωτογραφημένος με ηλεκτρονικό μικροσκόπιο. II (Βοτ.). Μια πάθηση των φυτών που προκαλείται από διάφορους ιούς. Συνήθως εκδηλώνεται με κατά ζώνες κιτρίνισμα των φύλλων εξαιτίας αλλοιωμένου… …   Dictionary of Greek

  • συνονθύλευμα — το, Ν 1. παραγέμισμα 2. σύμφυρμα ανόμοιων και, συχνά, άσχετων μεταξύ τους πραγμάτων 3. μτφ. σύγγραμμα που αποτελεί συρραφή από διάφορες πηγές, συμπίλημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνονθυλεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Δημ. Ν. Βερναρδάκη] …   Dictionary of Greek

  • σύμφυρμα — το, Ν μίγμα διαφόρων πραγμάτων, συμπίλημα, συνονθύλευμα, αμάλγαμα («σύμφυρμα ιδεών»). [ΕΤΥΜΟΛ. < συμφύρω «συγχέω, ανακατεύω». Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Παναγ. Χιώτη] …   Dictionary of Greek

  • τσορβάς — και τζορβάς, ο, Ν 1. σούπα 2. μτφ. σύμφυρμα, συμπίλημα, συνονθύλευμα 3. φρ. «ο σεβντάς δεν είναι τσορβάς» δηλώνει ότι ο έρωτας έχει δυσκολίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. corba] …   Dictionary of Greek

  • Αλφόνσο, Πέντρο — (Pedro Alfonso, 11ος 12ος αι.). Ισπανοεβραίος γιατρός, φιλόσοφος και διασκευαστής λαϊκών διηγήσεων. Το εβραϊκό του όνομα ήταν Ραβί Μωυσή Σεφαρδί. Το 1106 βαφτίστηκε χριστιανός και παρέμεινε γιατρός και ευνοούμενος στην αυλή του βασιλιά Αλφόνσου… …   Dictionary of Greek

  • Κιγάλας, Ματθαίος — (Λευκωσία 1590; – Βενετία 1642). Λόγιος ιερέας και εκδότης. Ήταν πατέρας του Ιλαρίωνα Κιγάλα (βλ. λ.). Το 1630 εγκαταστάθηκε στη Βενετία ως εφημέριος του ναού της ελληνικής παροικίας. Παράλληλα, όμως, ασχολήθηκε με εκδόσεις κυρίως λειτουργικών… …   Dictionary of Greek

  • Μελέτιος ο Γεωγράφος — (Μιχαήλ Μήτρου, Ιωάννινα 1661 – Κωνσταντινούπολη 1714). Λόγιος, κληρικός και συγγραφέας. Ξεκίνησε τις εγκύκλιες σπουδές στην πατρίδα του, κοντά στον Βησσαρίωνα Μακρή, ενώ τις συμπλήρωσε αργότερα στην Πάντοβα (1681 86), όπου επιδόθηκε κυρίως στη… …   Dictionary of Greek

  • Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”